Aρθρο Ιnside Story: Πώς είναι να χρειάζεσαι ψυχιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα του 2022;
Γράφει η Elisabetta Casalotti / Δημοσίευση: 27 Ιανουαρίου 2021 / Βρείτε το άρθρο εδώ.
Παρά τις σημαντικές αλλαγές που επέφερε η ψυχιατρική μεταρρύθμιση και το πρόγραμμα Ψυχαργώ του υπουργείου Υγείας, το εθνικό δίκτυο παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας παρουσιάζει ακόμη σημαντικές ελλείψεις.
Την έλεγαν Λία και έπασχε από διπολική διαταραχή. Σε νεαρή ηλικία ήμασταν επιστήθιες φίλες. Όταν ήταν καλά, ήταν ένα απίστευτο κορίτσι: οξυδερκής, λαμπερή, εργαζόταν στη βιβλιοθήκη της Εθνικής Ακαδημίας στη Ρώμη, λάτρευε τη δουλειά της και …τον Brian Eno. Οι γιατροί έλεγαν ωστόσο ότι κάτω από το «καλά» της ελλόχευε η μανία. Όταν σε τακτά διαστήματα βυθιζόταν στη κατάθλιψη, αναγκαζόταν να νοσηλευτεί διότι είχε αποπειραθεί επανειλημμένα να αυτοκτονήσει. Η θεραπεία που της εφάρμοζαν ήταν απανωτά ηλεκτροσόκ. Την επισκεπτόμουν τότε στην κλινική· εκείνο το γεμάτο ζωή κορίτσι έμοιαζε με τρομαγμένο μωρό.
Ατυχώς, η τελευταία της απόπειρα ήταν πετυχημένη. Ταξίδεψε από τη Ρώμη στη Βενετία κι έπεσε από το τον έκτο όροφο πολυκατοικίας. Μου άφησε ένα σημείωμα: «Έφυγα μακριά από όλους σας» έγραφε «για να μην με σταματήσετε και να μην σας βασανίζουν οι ενοχές…».
Ήταν το 1981, έτος ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, στον απόηχο των πρώτων φρικαλέων ευρημάτων στο ψυχιατρείο-κολαστήριο της Λέρου«Το ένοχο μυστικό της Ευρώπης»: Σοκαριστικές εικόνες από το Ψυχιατρείο της Λέρου το 1989 | Lifo, τα μέλη παρακίνησαν την Ελλάδα να προβεί σε ριζικές αλλαγές, εκσυγχρονίζοντας τον τομέα της ψυχικής υγείας. Σκοπός θα ήταν η δημιουργία ενός εθνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος για την επικράτηση της κοινοτικής ψυχιατρικής, το κλείσιμο των ψυχιατρείων της χώρας και η αποϊδρυματοποίηση των μακροχρόνια νοσηλευόμενων.
Ωστόσο, παρά τις σημαντικές αλλαγές που επέφερε η ψυχιατρική μεταρρύθμιση και το πρόγραμμα ΨυχαργώςΗ Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα : Πρόγραμμα ΨΥΧΑΡΓΩΣ | Υπουργείο Υγείας του υπουργείου Υγείας, το εθνικό δίκτυο παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας παρουσιάζει ακόμη σημαντικές ελλείψεις – με αποτέλεσμα στα τρία εναπομείναντα ψυχιατρεία της χώρας να επικρατούν ακόμη άσχημες συνθήκες.
Οι ακούσιες νοσηλείες
Για να έχουμε μια συνολική εικόνα της κατάστασης της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, επικοινωνήσαμε με τον μέχρι πρόσφατα διευθυντή στην ψυχιατρική κλινική του Ερυθρού Σταυρού, Γιώργο Χαριτάκη, ο όποιος μας αποκάλυψε ότι ακόμη και σήμερα η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ό,τι αφορά τις ακούσιες (αναγκαστικές) νοσηλείες – ένα στοιχείο που αναδεικνύει τις δυσλειτουργίες του συστήματος υγείας και ψυχικής φροντίδας στη χώρα μας.
Συγκεκριμένα, τόνισε ότι παρά τις προσπάθειες «το φαινόμενο των υψηλών ποσοστών των αναγκαστικών νοσηλειών σε σχέση με το σύνολο των εισαγωγών σε ψυχιατρικά τμήματα στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι κρίσιμο διαχρονικό πρόβλημα για το σύνολο της πορείας της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» και διευκρίνισε ότι «παρά τη διάχυτη αντίληψη ότι τα ποσοστά αυτά αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της κοινωνικό-οικονομικής κρίσης (2009-2018), η μελέτη του φαινομένου αναδεικνύει ότι αποτελεί ένα συστημικό, διαχρονικό πρόβλημα δυσλειτουργίας του συστήματος υγείας και της ψυχιατρικής φροντίδας στη χώρα». Παραδέχεται, ωστόσο, ότι «η ένταση του φαινομένου επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια».
Εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία σχετικά με την ακούσια νοσηλεία σε δημόσιες ψυχιατρικές κλινικές της Αθήνας, όπως τα αναφέρει ο κ. Χαριτάκης. Σύμφωνα με αυτά, «από την Α΄ Φάση (2011-2016) της έρευνας “Μελέτη ακούσιων νοσηλειών στην Αθήνα” (ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2011), πάνω από τις μισές νοσηλείες του Ψ.Ν.Α. αφορούν σε ακούσιες νοσηλείες, με το 30% αυτών να εκτελούνται αυτεπάγγελτα, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά ακούσιων νοσηλειών σε Ψυχιατρικό Τμήμα Γενικού Νοσοκομείου της Αττικής ξεπέρασαν το 68%. Στο 55% των περιπτώσεων ακούσιας νοσηλείας στο Ψ.Ν.Α., αιτία ενεργοποίησής της είναι η “επιθετικότητα” και στο 34,2% η “ασυνέχεια στην φαρμακευτική αγωγή”, παράγοντες οι οποίοι δεν αποτελούν απαραίτητα στοιχεία ψυχοπαθολογίας του ατόμου, αλλά συχνά αποδίδονται στην αντίληψη του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, στα κενά στην περίθαλψη και σε έλλειμμα συνέχειας στη φροντίδα στην κοινότητα».
«Αξίζει να σημειωθεί» προσθέτει ο ψυχίατρος, «ότι μόνο το 13,8% από τους ασθενείς αυτής της κατηγορίας που εξέρχονται του νοσοκομείου παραπέμπονται σε Δομές Κοινοτικής Ψυχιατρικής, ενώ χωρίς καν πρόταση παραπομπής παραμένει το 32,2%». Επιπροσθέτως σχολίασε ότι «οι ερευνητές υπογραμμίζουν το πολύ ανησυχητικό φαινόμενο της “περιστρεφόμενης πόρτας”, ήτοι της επανεισαγωγής των ίδιων των ασθενών εντός του ιδίου έτους, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνει το 60% (Στυλιανίδης & συν. 2014, Stylianidis et al., 2017). Σε ό,τι αφορά τη χωρητικότητα στα εναπομείναντα τρία ψυχιατρικά νοσοκομεία της χώρας, ο κ. Χαριτάκης τόνισε ότι λόγω του υπερπληθυσμού των νοσηλευόμενων και της παλαιότητας των κτιρίων, οι συνθήκες νοσηλείας θυμίζουν Μεσαίωνα. «Η ζοφερή αυτή κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί» προειδοποίησε ο συνομιλητής μας «σε περίπτωση αναστολής της λειτουργιάς των εναπομεινάντων ψυχιατρείων, αφού δεν υπάρχουν επαρκείς μονάδες για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των ασθενών. Ενώ το υψηλό κόστος νοσηλείας κλείνει κλινικές – ακόμη και ιδιωτικές κλινικές. Με αποτέλεσμα σήμερα στην Αττική να λειτουργούν μόνο 12 νευροψυχιατρικές κλινικές και σε όλη τη χώρα 37. Αυτή η πραγματικότητα», πρόσθεσε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, «έχει επιπτώσεις στη διαχείριση των περιστατικών, με συνέπεια συχνά η αντιμετώπιση των ασθενών να μην είναι ανάλογη της πάθησής τους, ενώ μεγάλη υστέρηση υπάρχει και στο πεδίο της επανένταξής τους στην κοινωνία. Μάλιστα, συχνά η επανένταξη είναι ταυτόσημη της μεταστέγασης».
Μιλώντας με νούμερα
Στο φως αυτής της δύσκολης πραγματικότητας με την όποιαν έρχονται αντιμέτωποι οι πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες και οι οικογένειές τους, μιλήσαμε για την πορεία της ψυχικής μεταρρύθμισης με την Αθηνά Φραγκούλη, πρόεδρο της «Εταιρείας Κοινωνικής Ψυχιατρικής Π. ΣακελλαρόπουλοςΕταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής Π. Σακελλαρόπουλος» και λογοπεδικό με εμπειρία στην ανάπτυξη μονάδων ψυχικής υγείας.
Από τους πρωτεργάτες της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, η κ. Φραγκούλη μας είπε ότι: «Από το πρόγραμμα ΛΕΡΟΣ 1 έως και σήμερα έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την ελληνική Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, με τη μεγάλη πλειονότητα των χρόνιων ψυχιατρικά αρρώστων, που διέμεναν σε συνθήκες εγκλεισμού στα ψυχιατρεία, να μεταβαίνουν σε Μονάδες Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης στην κοινότητα». Ενδεικτικά ανέφερε ότι «η ανάπτυξη στεγαστικών Δομών εντός του κοινωνικού ιστού, οδήγησε στο οριστικό κλείσιμο 5 ψυχιατρείων ενηλίκων και ενός ψυχιατρείου παιδιών και εφήβων, με την παράλληλη ανάπτυξη κοινοτικών Μονάδων Ψυχιατρικής Περίθαλψης και ψυχιατρικών τμημάτων στα γενικά νοσοκομεία». Και διευκρίνισε ότι «σύμφωνα με στοιχεία του 2019, στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν πλέον 49 Κοινοτικά Κέντρα Ψυχικής Υγείας, 34 υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά, 20 Κινητές Μονάδες, 13 Κέντρα και Ξενώνες για ασθενείς με Αλτσχάιμερ, 17 εξειδικευμένα Κέντρα και Ξενώνες για άτομα αυτιστικού φάσματος και 105 προγράμματα αποκατάστασης από εξαρτήσεις. Και παράλληλα παρέχονται 568 κλίνες σε Ψυχιατρικά Τμήματα Γενικών Νοσοκομείων και λειτουργούν 53 εξωτερικά ιατρεία, ενώ παρέχονται 725 θέσεις σε Κέντρα Ημέρας και 3.847 θέσεις σε στεγαστικές δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης». Επιπλέον, «30 Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης παρέχουν εργασία σε πάνω από 500 άτομα με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες. Ενώ σήμερα, σχεδιάζεται η έναρξη της λειτουργίας, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, 12 νέων Οικοτροφείων διαφόρων τύπων και ενός Ξενώνα, 5 Κέντρων Ημέρας ενηλίκων, 5 Κινητών Μονάδων ενηλίκων και υπάρχει ο σχεδιασμός για Δημιουργία Κινητών Μονάδων για παιδιά και εφήβους και 4 Κέντρων Ημέρας για την Υποστήριξη εργαζομένων καθώς και 8 μονάδων Έγκαιρης Παρέμβασης στη Ψύχωση, ενώ έχει προκηρυχθεί για το επόμενο διάστημα το άνοιγμα κάποιων ακόμα δομών ψυχικής υγείας, μεταξύ των οποίων ορισμένες θα αφορούν τις ανάγκες προσφυγικών πληθυσμών».
Η κυρία Φραγκούλη παραδέχτηκε ωστόσο ότι «ενώ έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τη βελτίωση της παρεχόμενης ψυχιατρικής φροντίδας, αυτά παραμένουν ελλιπή και αποσπασματικά, καθώς φαίνεται να έγιναν περισσότερο με γνώμονα την ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, παρά εντασσόμενα σε μια συνολική στρατηγική για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση». Και πρόσθεσε ενδεικτικά πως «η άνιση γεωγραφική κατανομή των μονάδων ψυχικής υγείας, η συνολική τους ποσοτική ανεπάρκεια και η μη –επί της ουσίας– τομεοποιημένη λειτουργία τους αναδεικνύουν τα όρια των υφιστάμενων πολιτικών». Παρατήρησε επίσης πως «η έλλειψη μονάδων για παιδιά και εφήβους αντανακλά την απουσία μιας στρατηγικής έγκαιρης παρέμβασης και θεραπείας, που θα μπορούσε να λειτουργήσει με όρους πρόληψης της χρονιοποίησης και θα έθετε τη βάση για μια συνολική αλλαγή παραδείγματος». Επιπλέον υπογράμμισε ότι «η ανεπάρκεια σε δομές που αφορούν την τρίτη ηλικία δημιουργεί μια ασφυκτική κατάσταση για τους ίδιους και τους φροντιστές τους. Με αποτέλεσμα αυτό που τελικά διατρέχει οριζόντια το σύστημα ψυχικής υγείας στην Ελλάδα να είναι η απόσυρση του δημοσίου από αυτό, που σε συνδυασμό με την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση των μονάδων, πλήττει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Αποκατάσταση του ασθενούς μέσα στην κοινότητα
Απαντώντας στο ερώτημα αν όλοι οι πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες, ακόμη και από τις πιο σοβαρές, μπορούν να αποασυλοποιηθούν, η κυρία Φραγκούλη ισχυρίστηκε ότι «πριν δοθεί μια απάντηση στο αν κάθε άρρωστος έχει την δυνατότητα να αποασυλοποιηθεί, αξίζει να σταθεί κάποιος και να διερωτηθεί αν η πολιτεία παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε έναν ξεχωριστά από αυτούς να το καταφέρει» και διευκρίνισε πως «όταν δόθηκε η δυνατότητα ακόμα και στους πιο σοβαρά ψυχιατρικά αρρώστους να επιστρέψουν από την πραγματική και συμβολική εξορία των ψυχιατρείων, διαπιστώθηκε στην πράξη η δυναμική της θεραπευτικής αποκατάστασης στην κοινότητα. Με τα χρόνια ωστόσο ζούμε μια επιστροφή στην κατεστημένη γραφειοκρατική αντιμετώπιση, όπου χάνεται η ανθρώπινη υπόσταση του αρρώστου».
Η κυρία Φραγκούλη εξέφρασε την πεποίθηση ότι «το μοντέλο της Κοινωνικής-Κοινοτικής Ψυχιατρικής τεκμηριώνει πως η ψυχιατρική περίθαλψη τείνει να έχει τα μέγιστα θεραπευτικά οφέλη όταν παρέχεται στα πλαίσια της κοινότητας και όταν αξιοποιεί το κοινωνικό και οικογενειακό δίκτυο που περιβάλλει τον άρρωστο». Πρόσθεσε όμως ότι «για να είναι αυτό επιτεύξιμο, απαιτείται ένα πλαίσιο συνέχειας της φροντίδας που θα διασυνδέει την εργασία της ενδονοσοκομειακής με την εξωνοσοκομειακή ομάδα, αλλά και τις επιμέρους μονάδες του εκάστοτε τομέα, ώστε να διαμορφώνεται ένας εξατομικευμένος σχεδιασμός για τη θεραπευτική αποκατάσταση του κάθε αρρώστου ξεχωριστά, βασιζόμενος στο μοντέλο της πολυκλαδικής θεραπευτικής ομάδας. Η αγωγή κοινότητας αποτελεί ένα από τα κλειδιά του μοντέλου, καθώς οι όροι με τους οποίους η τοπική κοινωνία θα υποδεχτεί τον άρρωστο και θα αναλάβει κάτι από την ευθύνη της απέναντί του, είναι κρίσιμοι για την έκβαση της θεραπείας», είπε.
«Στο δια ταύτα» ολοκλήρωσε η κ. Φραγκούλη, «στην κοινωνική και κοινοτική ψυχιατρική όλοι οι πάσχοντες μπορούν και πρέπει να αποασυλοποιηθούν. Προϋπόθεση είναι να αναπτυχθούν κοινοτικές δομές φιλοξενίας-επανένταξης (κοινωνικής και εργασιακής) και εξειδικευμένες υπηρεσίες που θα διαμορφωθούν βάσει των αναγκών τους».
Σε ό,τι αφορά στις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προγραμμάτων που η ίδια ανέφερε και έχουν ως συνέπεια βασικές ελλείψεις στον τομέα της ψυχικής υγείας, η κ. Φραγκούλη διευκρίνισε ότι «μία από τις βασικές αιτίες των καθυστερήσεων στην ανάπτυξη των υπηρεσιών και των προγραμμάτων είναι το γεγονός ότι για πολλά χρόνια η ψυχική υγεία δεν αποτελούσε προτεραιότητα για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Πολλοί πόροι που είχαν αρχικά σχεδιαστεί για να διατεθούν στη ψυχική υγεία χρησιμοποιήθηκαν για άλλους τομείς της υγείας. Αντίστοιχα, σε επίπεδο νοσοκομείων και μονάδων, σημαντικό μέρος των ανθρώπινων πόρων για τα ψυχιατρικά τμήματα και τις κοινοτικές μονάδες ψυχικής υγείας, λόγω των επειγόντων αναγκών άλλων τμημάτων, αξιοποιήθηκαν τελικά εκτός ψυχικής υγείας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μεταξύ 2010-2020 έχει καταγραφεί μεγαλύτερη από 50% μείωση προσωπικού σε διάφορες ψυχιατρικές ειδικότητες στον δημόσιο τομέα της υγείας».
Συμφώνα με τη κυρία Φραγκούλη παρατηρείται τέλος μια τεράστια ανισοκατανομή των μονάδων μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας, η όποια δεν αφορά αποκλειστικά την επαρχία, αφού στις περιοχές όπου προϋπήρχαν ψυχιατρικά νοσοκομεία, όπως είναι τα Χανιά, η Κατερίνη και η Κέρκυρα, λειτουργούν σχετικά επαρκή δίκτυα υπηρεσιών ψυχικής υγείας που καλύπτουν τις ανάγκες όχι μόνο των παραπάνω περιοχών αλλά και ολόκληρων των περιφερειών στις οποίες ανήκουν. Γενικώς όμως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη οι ανάγκες για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας καλύπτονται επαρκέστερα από ό,τι στην περιφέρεια. «Γεγονός που οφείλεται εν μέρει» υποστήριξε η κ. Φραγκούλη «στο ότι υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πολλούς παράγοντες στην ανάπτυξη των υπηρεσιών και στα ισχυρότερα συμφέροντα σε αυτά τα αστικά κέντρα και επίσης στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν κίνητρα από πλευράς της πολιτείας προς τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας για να αναζητήσουν την εργασιακή τους προοπτική στις πιο απομακρυσμένες περιοχές».
Οι θεραπείες που άλλαξαν την ψυχιατρική και η δύσκολη πρόσβαση σε αυτές
Ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής-κοινοτικής ψυχιατρικής, η ψυχανάλυση και οι μετέπειτα εξελίξεις της και διαφοροποιήσεις (ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες κ.λπ.) συνέβαλαν ουσιαστικά στη δημιουργία ενός συγχρόνου πνεύματος στην ψυχιατρική. Άλλαξαν ριζικά την εικόνα της ψυχικής ασθένειας και τη σχέση ανάμεσα σε θεραπευτή και ασθενή, επιχειρώντας μεταξύ άλλων να καταπολεμήσουν το στίγμα που περιβάλλει τον ψυχικά πάσχοντα. Οι θεραπείες αυτές ωστόσο παραμένουν μέχρι και σήμερα δύσκολα προσβάσιμες στο ευρύ κοινό, λόγω του οικονομικού τους κόστους.
Για μια ιστορική αναδρομή στην γέννηση της ψυχανάλυσης και των εξελίξεων της, για την πολύτιμη συμβολή τους στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση αλλά και για τον διάλογο και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε ψυχανάλυση-ψυχοθεραπεία και ψυχιατρική, μιλήσαμε με την ψυχοθεραπεύτρια Τέση Λαζαράτου, η οποία αναλυτικά τόνισε πως «η κλασική ψυχανάλυση, ως μέθοδος, ήταν και παραμένει μια ένδειξη που αφορά σε ένα μέρος από τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που αναζητούν θεραπεία. Ας πούμε εν συντομία, πως δεν απευθυνόταν σε βαριά ψυχιατρικά προβλήματα αλλά σε πιο απλές ψυχικές διαταραχές. Όχι γιατί είναι ανεπαρκής, εξάλλου το απέδειξε η πορεία της μέσα στον χρόνο, αφού συνεχίζει ενάμισι αιώνα μετά και αποτελεί την δεξαμενή όλων των ψυχοθεραπευτικών εξελίξεων, αλλά γιατί καταστατικά απευθύνεται σε ένα σχετικά καλά οργανωμένο συνειδητό, που θα αντέξει το βάρος της ανακάλυψης του ασυνειδήτου. Για τον λόγο αυτό η θεραπευτική αντιμετώπιση των πιο πρώιμων παθολογιών, βασική ανάγκη της ψυχιατρικής κλινικής, έμελλε να δοκιμάσει την ευρύτητα του πεδίου εφαρμογής της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η κλινική αναγκαιότητα το επέβαλε, ήδη από την εποχή του Φρόιντ, υπήρξαν πρωτοβουλίες τροποποίησης της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τεχνικής. Στη συνέχεια, πληθώρα ψυχαναλυτών εργάστηκαν με την πρώιμη ψυχοπαθολογία, την πρωταρχική σχέση μητέρας-βρέφους, την ανάλυση παιδιών και την ψυχοθεραπεία των βαριών ή δύσκολων ασθενών».
Ωστόσο συμφώνα με τη κ. Λαζαράτου «η ιστορία όχι μόνο των ανθρώπων αλλά των ιδεών κι αυτής της ίδιας της επιστήμης γράφεται πάντα στα σταυροδρόμια. Έτσι η σύνδεση της ψυχαναλυτικής θεωρίας με την οργανωτική αντίληψη που διέπει την Κοινωνική Ψυχιατρική εμφανίζεται ήδη από τη δεκαετία του ’50, στην Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η Κοινωνική Ψυχιατρική είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των Ανθρωπιστικών Επιστημών και της συνύφανσής τους με τον κλάδο της Υγείας. Ας μην λησμονήσουμε την κοινωνική αφύπνιση μέσα σε έναν ευρύ απελευθερωτικό ορίζοντα που έπεται του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του΄60, η ανάπτυξη της αντιψυχιατρικής στην Κεντρική Ευρώπη κ.ά.) που προφανώς αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο για να ακουστούν πειστικά τα επιχειρήματα μιας άλλης αντίληψης, μεταρρυθμιστικής, γύρω από την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Παράλληλα η αλματώδης ανάπτυξη των νευροληπτικών αλλά και του γνωστικού κλάδου της ψυχοφαρμακολογίας, ο ανοιχτός διάλογος που άρχισε δειλά-δειλά, μετά ορμητικά στις τελευταίες δεκαετίες, ανάμεσα στις νευροεπιστήμες και την ψυχανάλυση, προσφέρουν νέες προκλήσεις και αναρίθμητες προοπτικές στον χώρο της ευρύτερης εφαρμοσμένης ψυχαναλυτικής γνώσης. Έτσι, αφενός μέσα από τις αλληλεπιδράσεις ψυχανάλυσης και ψυχιατρικής, και αφετέρου από τη συνάντησή τους με τα περιβάλλοντα των ιδεών και των κοινωνικών κατακτήσεων της συγκεκριμένης περιόδου, το ψυχιατρείο-άσυλο εξωθείται να επανεξετάσει καταστατικά του ζητήματα με κυρίαρχο το ζήτημα της βίας. Κοντολογίς θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η ψυχανάλυση ενεργοποίησε άλλα αντιληπτικά μέσα προκειμένου να αντιληφθούμε πιο ολοκληρωμένα το ζήτημα του ψυχικά πάσχοντα. Έτσι κάπως η ψυχιατρική μεταρρύθμιση παίρνει σάρκα κι οστά και παρά την θεσμική απροσφορότητα και τα τεράστια προβλήματα που συναντά, καθίσταται αναγκαία».
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο της ψυχανάλυσης και των μετέπειτα εφαρμογών της στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, η κ. Λαζαράτου τόνισε ότι «το ψυχαναλυτικό πρίσμα, ένα σύνολο τόσο από θεωρητικές παραδοχές όσο και από τις τεχνικές τυποποιήσεις τους, αποτέλεσε τη δεξαμενή τροποποιήσεων της κλασικής ψυχαναλυτικής κλινικής θέτοντάς την, κατ’ ουσίαν, στην υπηρεσία της δημόσιας περίθαλψης. Ήδη από τη δεκαετία του ‘80, ο δόκιμος όρος-συνεισφορά του καθηγητή Παναγιώτη Σακελλαρόπουλου στην αντιμετώπιση των ψυχιατρικά πασχόντων και δι’ αυτής στη σύζευξη κοινωνικής ψυχιατρικής-ψυχανάλυσης, καθόρισε την εμπειρία της εδώ ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Επέτρεψε στην κοινωνική ψυχιατρική να αποκτήσει άλλα κλινικά εφόδια, να μπορεί δηλαδή να εμβαθύνει στην ψυχική ζωή του πάσχοντα. Ταυτόχρονα στη ψυχανάλυση να δρομολογήσει άλλες προτεραιότητες, να δύναται δηλαδή να διευρυνθεί, απευθυνόμενη και σε άλλες κατηγορίες νοσολογικές, πολιτισμικές, ταξικές. Μια πρόταση που αφενός εξασφαλίζει βάθος στην επίπεδη χαρτογράφηση της Κοινωνικής Ψυχιατρικής, σώζοντας έτσι την αξιοπιστία της και, αφετέρου, εύρος στην κοινωνική απεύθυνση της ψυχαναλυτικής κλινικής, σώζοντας κατ΄αναλογία την υπόληψή της. Προφανώς τις ίδιες ή ανάλογες διαδρομές και την αντίστοιχη έγνοια για το μέλλον των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας έχουν και άλλες φωτισμένες προσωπικότητες από την ψυχαναλυτική κοινότητα στον ιδιωτικό δημόσιο τομέα της περιόδου εκείνης. Ήταν αυτοί που πρωταγωνίστησαν στον μετασχηματισμό των υπηρεσιών – χωρίς αυτούς δεν θα είχε συμβεί».
Δεν είναι λίγοι βέβαια όσοι πιστεύουν ότι η ψυχανάλυση και οι τροποποιήσεις της κλασικής ανάλυσης απευθύνονται σε ένα περιορισμένο κοινό, πρωτίστως λόγω της δαπανηρότητάς τους. Έτσι ρωτήσαμε την κ. Λαζάρατου με τα σημερινά δεδομένα και με τα βήματα που έχουν (ή δεν έχουν) γίνει πόσο προσβάσιμη είναι σήμερα η ψυχανάλυση στη χώρα μας. Μας απάντησε θέτοντας έναν προβληματισμό που απασχολεί εδώ και καιρό την ψυχαναλυτική κοινότητα: «Επειδή οι έννοιες είναι σύνθετες και η προσέγγισή σας υπερβαίνει τη συνήθη δημοσιογραφική και προκειμένου να αποφύγω υπεραπλουστευτικές απαντήσεις, θα χρειαστεί να καταφύγω πάλι στην ιστορία. Αρχές της δεκαετίας του ’80, η πολιτική απόφαση των ασφαλιστικών φορέων να επιδοτήσουν την ψυχανάλυση σε Γερμανία, Αγγλία, ΗΠΑ και εν μέρει Γαλλία (τελευταίες αναλαμπές του κράτους πρόνοιας), προσαρτά πεδία μέχρι τότε άγνωστα: καινούργιους χάρτες δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ταξικών προελεύσεων και εργασιακών/ταμειακών ρυθμίσεων. Παράλληλα, οι καινούργιες νοσολογικές οντότητες που εγγράφονται στα διαγνωστικά μητρώα επιφέρουν κι αυτές με την σειρά τους τις δέουσες ανταποκρίσεις στη σημασία της τεχνικής και των τροποποιήσεών της. Στα καθ΄ημάς, η ψυχανάλυση δεν έγινε ποτέ δημόσια και δωρεάν – ίσως και να μην γίνεται, ίσως και να γίνεται. Είναι ένα ζήτημα στο οποίο δεν έχουμε συμφωνήσει όλοι οι συμβαλλόμενοι. Αλλά δεν έγινε δημόσια και δωρεάν ούτε και η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία (τροποποίηση της κλασικής ανάλυσης) που εδώ συμφωνούν όλοι πως σίγουρα γίνεται. Η θεσμική διεύρυνση υπέρ ψυχοδυναμικών προσεγγίσεων – η επονομαζόμενη θεσμική ψυχανάλυση, η συμβολή του ψυχαναλυτικού πρίσματος στο οποίο αναφέρθηκα νωρίτερα εκτενώς, μένει να ασκείται στον δημόσιο φορέα ή στον μη κερδοσκοπικό τομέα μόνο από “ιδιαίτερες” προσπάθειες, που ομολογουμένως διαμορφώνουν κρίσιμες νησίδες ποιότητας αλλά… λίγες».
Για να επανέλθει στο αρχικό μας ερώτημα, η κ. Λαζαρατου είπε: «Προσωπικά θα ευχόμουν όλη η φασματική διατύπωση της ψυχαναλυτικής τεχνικής να μπορούσε να ήταν προσβάσιμη και σε ανθρώπους που δεν εκπληρώνουν τα υψηλά εισοδηματικά κριτήρια που σήμερα καθίστανται αναγκαία και είμαι βέβαιη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ψυχαναλυτικά έγκυρο, με έναν όρο: αν διατηρούσαμε ευλαβικά τη βεβαιότητα πως η έρευνα του ασυνείδητου γίνεται υπό προϋποθέσεις: της επιθυμίας, της διατύπωσης του αιτήματος και της ανάληψης του κόστους του. Βλέπετε η ψυχανάλυση είναι μια απαιτητική θεραπευτική μέθοδος· δεν είναι αγχολυτική, τουναντίον δρα αγχοεκλυτικά, αφού μας φέρνει σε επαφή με όσα προτιμάμε να “ξεχνάμε”. Κοντολογίς, σε μια σύντομη καταγραφή, όχι, τίποτα σήμερα δεν είναι προσβάσιμο παρά σε φωτεινές εξαιρέσεις-νησίδες ψυχαναλυτικής σκέψης και πρακτικής στον δημόσιο φορέα. Νησίδες ωστόσο σταθεροποιημένες στον χρόνο και μερικές φορές συστάδες νήσων καταγράφονται στον χάρτη του μη κερδοσκοπικού τομέα. Τέλος στον χώρο της ιδιωτικής πρακτικής θα συναντήσουμε περιπτώσεις ουσιαστικής προσβασιμότητας. Εδώ να σημειώσουμε πως οι ψυχαναλυτικοί θεσμοί (ψυχαναλυτικές εταιρείες) διαμορφώνουν ειδικά προγράμματα για μια “προσβάσιμη ψυχανάλυση”, αλλά συνήθως μένουν αναξιοποίητα αφού δεν έχουν καν τη δυνατότητα να ακουστούν προς τα έξω. Η ψυχανάλυση έχει πάντα τα κόστη της, δεν θα μπορούσε να είναι “φτηνή”, αλλά υπάρχουν εκείνες οι αναγκαίες τεχνικές τροποποιήσεις που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν μια έγκυρη ψυχαναλυτική θεραπεία, δημόσια και δωρεάν. Δεν έγινε και δυστυχώς δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα κανένα αισιόδοξο σημάδι που να δείχνει ότι μπορεί να συμβεί. Το θέμα είναι αμιγώς πολιτικό και μάλιστα με την ευρεία έννοια του όρου.
*Ευχαριστούμε τους Μενέλαο Θεοδωρουλάκη και Αλέξανδρο Τζήμα για τη σημαντική συμβολή τους στην έρευνα γι’ αυτό το άρθρο.