Του Γιάννη Παπαδόπουλου- Τον άκουγαν όλοι με προσοχή. Αρχές δεκαετίας του ’80, σε δημόσια ομιλία του σε καφενείο της Αμφισσας, ο ψυχίατρος Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος εξηγούσε υπομονετικά στους ντόπιους ότι οι ψυχικά ασθενείς δεν αποτελούν απειλή. «Ο ψυχιατρικός άρρωστος δεν πρέπει να πηγαίνει μέσα στο ψυχιατρείο-άσυλο ή να πηγαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο και να μένει όσο το δυνατόν λιγότερο χρονικό διάστημα. Ο άρρωστος αυτός έχουμε μεγαλύτερο όφελος θεραπευτικό, ιατρικό, όταν θεραπεύεται μέσα στην κοινωνική του ομάδα, μέσα στην οικογένεια, μέσα στο γενικό νοσοκομείο», τους έλεγε.
Η επιστημονική προσέγγισή του ήταν πρωτοποριακή για την Ελλάδα της εποχής. Κόντρα στις προσταγές της παλαιολιθικής ιατρικής, ο ίδιος υποστήριζε σθεναρά την αποασυλοποίηση. Δεν ήθελε τον ψυχικά ασθενή περιθωριοποιημένο, ξεχασμένο στον θάλαμο ενός ιδρύματος, αποστερημένο από οποιαδήποτε κοινωνική επαφή. Προσπαθούσε, όπως έλεγε συχνά, «να αντικαταστήσει τα δεσμά με ανθρώπινους δεσμούς».
Αυτές οι συστηματικές ομιλίες του (τουλάχιστον τέσσερις μήνες διαλόγου σε καφενεία και πλατείες της Αμφισσας) άμβλυναν τις όποιες τοπικές αντιδράσεις. Αρχικά δημιούργησε στον νομό Φωκίδας μια κινητή μονάδα που περιέθαλπε στα σπίτια όσους είχαν ανάγκη. Ακολούθησε η λειτουργία ενός οικοτροφείου και ημιαυτόνομων διαμερισμάτων, που σταδιακά υποδέχτηκαν τροφίμους ψυχιατρείων με σκοπό την κοινωνική τους επανένταξη. Με τον καιρό έφτασαν εκεί και οι πρώτοι ασθενείς από το ψυχιατρείο της Λέρου, οι οποίοι είχαν απολέσει βασικές δεξιότητες λόγω του χρόνιου εγκλεισμού. Κάποιοι έτρωγαν μόνο με τα χέρια, άλλοι δεν ήξεραν πώς να κοιμούνται σε κρεβάτι ή χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να αρθρώσουν λέξη.
«Τους θεωρούσαν εντελώς καταδικασμένους. Μόλις γέμιζαν τα ψυχιατρεία της Αττικής αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας, έστελναν στη Λέρο αυτούς τους δυστυχισμένους. Δεν φτάνει που είχαν την αρρώστια τους, που υπέφεραν τραγικά. Να πιστεύεις ότι είσαι άγιος και να σε θεωρούν δαίμονα. Η αδικία ήταν αφόρητη. Τους είχαν και ξεχωριστό νεκροταφείο. Δηλαδή και πεθαμένους τούς θεωρούσαν καταδικασμένους», μου είχε πει για αυτούς τους ανθρώπους ο Σακελλαρόπουλος πριν από τρία χρόνια, σε μια συνέντευξη στη μονοκατοικία του στο Μετς. Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κάποιος το βάθος του έργου του Σακελλαρόπουλου και τη συμβολή του στην ελληνική ψυχιατρική είναι να επισκεφθεί τη δομή που δημιούργησε στην Αμφισσα.
Οταν βρέθηκα εκεί το 2011, διαπίστωσα ότι άνθρωποι που κάποτε βρίσκονταν «στα αζήτητα» είχαν γίνει πλέον πιο λειτουργικοί. Ενας είχε αποφοιτήσει από σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, άλλος εργαζόταν σε καφενείο κι ένας ακόμη έπαιζε στη θεατρική ομάδα του δήμου. Ντόπιοι τούς καλούσαν σε αρραβώνες και γάμους. «Δεν γίνεται να γλεντάει η γειτονιά και αυτοί να αποκλείονται», έλεγαν. Και σε μια πλαγιά που μύριζε χαμομήλι, οι ψυχικά ασθενείς –ανάμεσά τους και πρώην τρόφιμοι της Λέρου– τσάπιζαν ένα χωράφι φτιάχνοντας τη δική τους αγροτική παραγωγή.
«Ηταν πολύ κοντά στους ανθρώπους και κυρίως σε όσους ήταν ευάλωτοι», λέει στην «Κ» η σύζυγος και επί χρόνια συνεργάτιδά του Αθηνά Φραγκούλη. «Πίστευε ότι είναι φάσεις της ζωής που ο άνθρωπος βιώνει επεισόδια και κρίσεις. Ηξερε ότι είναι οδυνηρό το άγχος του ψυχωσικού και ήθελε να βοηθήσει να το ξεπεράσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα».
Ο ίδιος έλεγε ότι ο γιατρός πρέπει «να δονηθεί συναισθηματικά» και να μην είναι ψυχρός παρατηρητής. «Από την ψυχανάλυση δεν ζητάμε μια ουτοπική λύση, αλλά προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη σχέση θεραπευτή – θεραπευόμενου έχοντας επίγνωση ότι δεν είμαστε Θεοί», είχε τονίσει στην τελευταία μας συνάντηση το 2015. Ηταν 89 ετών τότε. Μπορεί το αργό του βήμα, υποβασταζόμενο από ένα καφέ μπαστούνι, να πρόδιδε την επίδραση του γήρατος στο σώμα του, εκείνος όμως παρέμενε δεινός συνομιλητής. Μετρούσε την κάθε λέξη, πρόσεχε τον κάθε μορφασμό. Αφοσιωνόταν σε όποιον είχε απέναντι.
Παρά την ηλικία του, ήταν δραστήριος στην επιστήμη του. Δεν ήταν άνθρωπος που κρυβόταν πίσω από τίτλους, όσο πλούσιο βιογραφικό κι αν διέθετε. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία από το 1954 έως το 1961 σε πανεπιστημιακά κέντρα και τμήματα νευρολογίας, ψυχιατρικής και παιδικής ψυχιατρικής. Το 1985 εκλέχτηκε καθηγητής Ψυχιατρικής και Παιδοψυχιατρικής στη Ιατρική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου. Ηταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας (1977), του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ψυχιατρικής (1978), της Εταιρίας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας (1981), της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (1983) και του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων (1996).
Στα μέσα Οκτωβρίου, του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου δημότη Δελφών. Ο ίδιος δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει το ταξίδι για την τελετή. Τον εκπροσώπησε η σύζυγός του. Στον χαιρετισμό της εκ μέρους του αναφέρθηκε στις καινοτομίες του «Σακέλ», όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά. «Αμφισβήτησε την κατεστημένη ψυχιατρική, ποτέ δεν φοβήθηκε να έρθει αντιμέτωπος με τα κακώς κείμενα. Πήρε την ψυχιατρική από το ντιβάνι και το Κολωνάκι και την πήγε στα βουνά και στα λαγκάδια της Φωκίδας. Οι δυσκολίες δεν στάθηκαν ικανές να αλλοιώσουν τη φτιαξιά του και τα ιδανικά του», είπε η κ. Φραγκούλη.
Μέχρι και πρόσφατα, συνεργάτες του και ωφελούμενοι επισκέπτονταν τον Σακελλαρόπουλο στο Μετς. Παρέμενε διαυγής, έχοντας έγνοια για την πορεία της χώρας και έντονο ενδιαφέρον για το έργο των συνεργατών του. Οπως λέει η σύζυγός του στην «Κ», ο Σακελλαρόπουλος επένδυε πολύ σε νέους επαγγελματίες, τους ενέπνεε και εμπνεόταν από εκείνους.
Στις 5 Νοεμβρίου ο Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος πέθανε από φυσικά αίτια. Ηταν 92 ετών. Οσοι τον γνώρισαν θυμούνται τις συναντήσεις μαζί του στο καθιστικό της μονοκατοικίας του, εκεί όπου πραγματοποιούσε κάποτε τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες του. Στις αναμνήσεις τους όλα βρίσκονται στην ίδια θέση: η μοκέτα, ο δερμάτινος καναπές και εκείνος σταθερά στο γραφείο του έτοιμος να ακούσει τον συνομιλητή του.
Πηγή: “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, 10.11.2018, έντυπη έκδοση