Τον Δεκέμβριο του 2018 ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης προσφύγων και αιτούντων άσυλο που ξεκίνησε η Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής Π. Σακελλαρόπουλος σε συνεργασία με τον International Rescue Committee τον Οκτώβριο του 2017 με χρηματοδότηση του ECHO (Ευρωπαϊκού Χρηματοδοτικού Μηχανισμού). Διεπιστημονική ομάδα της ΕΚΨ Π. Σακελλαρόπουλος που αποτελούνταν από ειδικούς ψυχικής υγείας, κοινωνικό λειτουργό, πολιτισμικούς διαμεσολαβητές και διερμηνείς, παρείχε ψυχιατρική φροντίδα, βραχεία ψυχοθεραπεία και συμβουλευτική, καθώς και θεραπευτικές δράσεις μέσω τέχνης και λογοθεραπείας. Όλες οι υπηρεσίες προσφέρονταν σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες μέσα από τη λειτουργία Κινητής Μονάδας σε δύο Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας και σε έναν ξενώνα προσωρινής διαμονής. 

Στόχος του προγράμματος ήταν η ψυχική ενδυνάμωση και αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που διαβιούν στο κέντρο της Αθήνας. Από τον Ιούλιο του 2018 το πρόγραμμα ενισχύθηκε με την παροχή υπηρεσιών και σε άτομα που διέμεναν σε διαμερίσματα υπό την αιγίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ (UNHCR) αναλαμβάνοντας κατά περίπτωση τη διαχείριση οξέων περιστατικών. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο κομμάτι της ένταξης παιδιών προσφύγων και ασυνόδευτων ανηλίκων μέσω της υποστήριξης εγγραφής τους σε σχολεία και της περαιτέρω παρακολούθησής τους. 

Παράλληλα, έγινε ενημέρωση του προσωπικού των Κέντρων Ημέρας σε θέματα επιτροπείας ανηλίκων και προστασίας των δικαιωμάτων τους ενώ αναπτύχθηκαν και δράσεις ευαισθητοποίησης της κοινότητας. Οι ομάδες του προγράμματος επένδυσαν, επίσης, στη διασύνδεση των φορέων που εργάζονται με πρόσφυγες στο πλαίσιο μιας ολιστικής παρέμβασης και αντιμετώπισης των αναγκών τους μέσα από ένα καλά οργανωμένο δίκτυο παραπομπών.  

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία 45% όσων έλαβαν υπηρεσίες ψυχικής υγείας ήταν παιδιά και έφηβοι και 55% ενήλικες, εκ των οποίων 55% άνδρες και 45% γυναίκες. 29% των επωφελούμενων εκδήλωσε δυσκολία προσαρμογής στο νέο περιβάλλον (π.χ. δυσκολίες στον ύπνο και τη διαχείριση της καθημερινότητας, αυτοτραυματισμούς), 17% συμπτώματα άγχους και 15% εξέφρασε συναισθήματα θλίψης και απόγνωσης που αποδίδονται στις παρούσες συνθήκες διαβίωσης και στην έλλειψη προοπτικής για το μέλλον. Πρόκειται για επιβαρυμένη συμπτωματολογία δεδομένων των ήδη μεγάλων ψυχικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες λόγω του εκτοπισμού και της βίας που βίωσαν στην πατρίδα τους και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ευρώπη.

Με βάση τα αποτελέσματα και την εμπειρία της 14μηνης παρέμβασής μας, επισημάνθηκε η σημασία του καλού συντονισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και η ανάγκη για μακροχρόνια προγράμματα που θα εξασφαλίζουν συνέχεια στη φροντίδα αποφεύγοντας αποσπασματικές λύσεις που πυροδοτούν το άγχος και την ανασφάλεια των επωφελούμενων. Προς αυτή την κατεύθυνση, επισημάνθηκαν κενά, παραλείψεις και κίνδυνοι και κατατέθηκαν καλές πρακτικές προς τις επίσημες αρχές (υπουργεία) και τους εμπλεκόμενους φορείς.